- λεβισίτης
- οχημ. ελαιώδες δηλητηριώδες υγρό που ανήκει στις πολεμικές χημικές ουσίες τις οποίες χρησιμοποιούσαν παλαιότερα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lewisite < όν. τού Winford Lee Lewis, Αμερικανού χημικού].
Dictionary of Greek. 2013.