λεβισίτης

λεβισίτης
ο
χημ. ελαιώδες δηλητηριώδες υγρό που ανήκει στις πολεμικές χημικές ουσίες τις οποίες χρησιμοποιούσαν παλαιότερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lewisite < όν. τού Winford Lee Lewis, Αμερικανού χημικού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μπαλ — (BAL, αρκτικόλεξο του British Anti Lewisite). Αντίδοτο μιας πολεμικής χημικής ουσίας (λεβισίτης) που περιέχει αρσενικό. Το παρασκεύασε μια ομάδα Άγγλων επιστημόνων κατά τη διάρκεια του B’ Παγκοσμίου πολέμου (1941)· οφείλει την αποτελεσματικότητά… …   Dictionary of Greek

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”